- αιολοθωρηξ
- αἰολοθώρηξαἰολο-θώρηξ-ηκος adj. одетый в пеструю или сверкающую броню
(Μενέσθιος Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Μενέσθιος Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιολοθώρηξ — αἰολοθώρηξ, ο (Α) αυτός που έχει λαμπερό, αστραφτερό θώρακα ή αυτός που κινείται με ευχέρεια μέσα στον θώρακά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] … Dictionary of Greek
αἰολοθώρηξ — with glancing breastplate masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek